- τρομπάρισμα
- και τρουμπάρισμα, το, Νάντληση με τη χρήση τρόμπας.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρομπάρω / τρουμπάρω + κατάλ. -ισμα (< ρ. σε -ίζω), πρβλ. φρενάρω: φρενάρισμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρομπάρισμα — το, ατος και τρουμπάρισμα, το ατος, η άντληση με την τρόμπα: Βγάζει νερό με τρομπάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρουμπάρισμα — το, ατος βλ. τρομπάρισμα, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)